αλοιδόρητος

αλοιδόρητος
-η, -ο (Α ἀλοιδόρητος, -ον) [λοιδορῶ]
αυτός που δεν λοιδορήθηκε, δεν υβρίστηκε
αρχ.
1. αυτός που δεν λοιδορεί, δεν υβρίζει
2. άμεμπτος, αψεγάδιαστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀλοιδόρητος — unreviled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλοιδόρητος — η, ο αυτός που δε λοιδορήθηκε, δε βρίστηκε: Δεν άφηνε κανέναν αλοιδόρητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλοιδορήτως — ἀλοιδόρητος unreviled adverbial ἀλοιδόρητος unreviled masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλοιδόρητον — ἀλοιδόρητος unreviled masc/fem acc sg ἀλοιδόρητος unreviled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλοιδορήτου — ἀλοιδόρητος unreviled masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλοιδορήτων — ἀλοιδόρητος unreviled masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλοιδόρητα — ἀλοιδόρητος unreviled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλοιδόρητοι — ἀλοιδόρητος unreviled masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՆԹՇՆԱՄԱՆԵԼԻ — ( ) NBH 1 0151 Chronological Sequence: Unknown date, 10c ա. Ազատ ʼի թշնամանաց, կամ ʼի լուտանաց. ἁλοιδόρητος անպարսաւ. անստգտանելի. *Որ զանթշնամանելին թշնամանէ, մխիթարութիւն ոչ կարէ գտանել ախտին. Բրս. բարկ.: *Եւ այսպէս եղիցի անթշնամանելի. Պտմ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”